- μυελώδης
- μυελώδηςlike marrowmasc/fem acc pl (attic epic doric)μυελώδηςlike marrowmasc/fem nom/voc pl (doric aeolic)μυελώδηςlike marrowmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μυελώδης — ες (ΑΜ μυελώδης, ῶδες) [μυελός] 1. αυτός που είναι όμοιος με τον μυελό ή αυτός που έχει τις ιδιότητες τού μυελού 2. αυτός που αποτελείται από μυελό 3. (κατ επέκτ.) απαλός, τρυφερός … Dictionary of Greek
μυελώδη — μυελώδης like marrow neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) μυελώδης like marrow masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) μυελώδης like marrow masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυελώδους — μυελώδης like marrow masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωοθήκη — Ο γεννητικός αδένας της γυναίκας. Υπάρχουν δύο ω. οι οποίες βρίσκονται στην ελάσσονα πύελο συμμετρικά τοποθετημένες στα πλάγια της μήτρας· στην ενήλικη γυναίκα η ω. έχει περίπου το σχήμα και το μέγεθος αμυγδάλου, μήκους 4 εκ., πλάτους 3 εκ. και… … Dictionary of Greek
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
αχλαδιά — Α. ονομάζονται όλες οι ποικιλίες με εδώδιμους καρπούς που προήλθαν από φυσική ή τεχνητή διασταύρωση μεταξύ ποικιλιών κυρίως της άγριας α. (απιδέαπύρρος ο κοινός), φυλλοβόλου, αυτοφυούς δενδρυλλίου της Ευρώπης, της Μικράς Ασίας και της… … Dictionary of Greek
μυελός — ο (ΑΜ μυελός) φρ. «μέχρι μυελού οστέων» σε μεγάλο βαθμό, καθ ολοκληρίαν, τελείως, εντελώς («είναι ερωτευμένος μέχρι μυελού οστέων») νεοελλ. φρ. α) «νωτιαίος μυελός ανατ. το τμήμα τού κεντρικού νευρικού συστήματος το οποίο περιέχεται μέσα στον… … Dictionary of Greek
νεφρό — Όργανο που παράγει τα ούρα, με τα οποία αποβάλλεται το περισσευούμενο νερό, τα άλατα και τα άχρηστα προϊόντα του μεταβολισμού· εκτός από τη λειτουργία αυτή απέκκρισης το ν. παράγει ουσίες που συμβάλλουν στη ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης και στην… … Dictionary of Greek
συμπαθητικό σύστημα — (Ανατ.). Μέρος του φυτικού νευρικού συστήματος, που μαζί με το παρασυμπαθητικό νευρικό σύστημα, ρυθμίζει τη λειτουργία των εσωτερικών οργάνων και την ανταλλαγή της ύλης του οργανισμού. Οι ανατομικοί σχηματισμοί που αποτελούν το σ.σ. βρίσκονται… … Dictionary of Greek